Σελίδες

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Θυμάμαι




Ως τις αρχές Αυγούστου
τα αόρατα σκαθάρια είχαν αρχίσει
να ροχαλίζουν και το γρασίδι
ήταν τόσο σκληρό σαν ινδική κάνναβη και
δεν είχε χρώμα – ακριβώς όπως
κι η άμμος δεν έχει χρώμα και
είχαμε φορέσει τα γυμνά μας πόδια,
γυμνά από τις είκοσι
Ιουνίου και υπήρχαν φορές που
ξεχάσαμε να κουρδίσουμε το
ξυπνητήρι σου και κάποια βράδια
ήπιαμε το τζιν μας ζεστό και σκέτο
σε παλιά σκαλιστά ποτήρια ενώ
ο ήλιος εξέπνεε και χανόταν
σαν ένα κόκκινο ζωγραφιστό καπέλο και
μια μέρα έδεσα πίσω τα μαλλιά μου
με μια κορδέλα και είπες
ότι έμοιαζα σχεδόν με
πουριτανή κυρία και αυτό
που θυμάμαι καλύτερα απ' όλα είναι ότι
η πόρτα του δωματίου σου ήταν
η πόρτα του δικού μου.

***
Το πρωτότυπο εδώ.

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008

Μικρή



Χιλιάδες πόρτες πίσω
όταν ήμουνα παιδί μοναχικό
σ' ένα μεγάλο σπίτι με τέσσερα
γκαράζ και ήταν καλοκαίρι
απ' όσο μπορώ να θυμηθώ,
ξάπλωνα τη νύχτα στο γρασίδι
το τριφύλλι να ζαρώνει πάνω μου
τα άστρα σφηνωμένα από πάνω μου
το παράθυρο της μητέρας μου φουγάρο,
κίτρινη ζέστη που έβγαινε,
το παράθυρο του πατέρα μου μισόκλειστο,
ένα μάτι όπου περνούν οι κοιμισμένοι,
και οι σανίδες του σπιτιού
ήτανε λείες και λευκές σαν το κερί
και πιθανόν χιλιάδες φύλλα
ν' αρμένιζαν στους παράξενους μίσχους τους
και τα τριζόνια να τραγουδούσαν μαζί
κι εγώ, στο ολοκαίνουριο σώμα μου,
που δεν ήταν ακόμα σώμα γυναίκας,
έκανα τις ερωτήσεις μου στ' αστέρια
και πίστευα ότι ο Θεός μπορούσε στ' αλήθεια να δει
τη ζέστη και το χρωματισμένο φως
αγκώνες, γόνατα, όνειρα, καληνύχτα.

***
Το πρωτότυπο εδώ.

Εμφύλιος πόλεμος




Είμαι στα δύο κομμένη
αλλά θα με νικήσω.
Θα ξεθάψω την περηφάνια μου.
Θα πάρω το ψαλίδι
και θα την κόψω τη ζητιάνα.
Θα πάρω το λοστό
και θα ξεσφηνώσω τα σπασμένα
κομμάτια του Θεού από μέσα μου.
Σαν ένα παζλ
θα Τον συναρμολογήσω πάλι
με την υπομονή ενός σκακιστή.

Πόσα κομμάτια;

Νιώθω πως είναι χιλιάδες.
Ο Θεός ντύθηκε πόρνη
σε μια γλίτσα από πράσινα φύκια.
Ο Θεός ντύθηκε γέρος,
τρεκλίζοντας έχασε τα παπούτσια Του.
Ο Θεός ντύθηκε παιδί,
ολόγυμνος,
δίχως δέρμα καν,
μαλακός σαν ξεφλουδισμένο αβοκάντο.
Και άλλα, και άλλα και άλλα.


Αλλά θα τους νικήσω όλους
και θα χτίσω ένα ολόκληρο έθνος του Θεού
μέσα μου αλλά ενωμένο -
θα χτίσω καινούρια ψυχή,
θα τη ντύσω με δέρμα
και μετά θα φορέσω το πουκάμισό μου
και θα τραγουδήσω έναν ύμνο,
ένα τραγούδι του εαυτού μου.

***

Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνεται στην ανθολογία "Anne Sexton - Ποιήματα" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

Για τον εραστή μου που επέστρεψε στη γυναίκα του




Εκείνη είναι πάντα εκεί.
Την έλιωσαν προσεκτικά για σένα,
χύθηκε στο εκμαγείο της παιδικής σου ηλικίας
των εκατό αγαπημένων βόλων σου.

Εκείνη ήταν πάντα εκεί, αγάπη μου.
Πραγματικά, είναι θεσπέσια.
Σαν πυροτέχνημα στα μέσα του μουντού Φλεβάρη
και απτή σαν σκεύος από χυτοσίδηρο.

Ας είμαστε ειλικρινείς, εγώ ήμουν περιστασιακή.
Είδος πολυτελείας. Ένα φανταχτερό κόκκινο
καΐκι στο λιμάνι.
Τα μαλλιά μου βγαίνουν σαν καπνός από το παράθυρο
του αυτοκινήτου.
Οστρακοειδή εκτός εποχής.

Εκείνη είναι κάτι περισσότερο απ' αυτό. Είναι αυτό που
πρέπει να 'χεις,
εκείνη ανέπτυξε την πρακτική, την τροπική σου
καλλιέργεια.
Μαζί της δεν πειραματίζεσαι. Εκείνη είναι γεμάτη αρμονία.
Φροντίζει τα κουπιά, τις δέστρες στο βαρκάκι,
έβαλε αγριολούλουδα στο παράθυρο το πρωί,
έκατσε πλάι στον τόρνο του αγγειοπλάστη το μεσημέρι,
αράδιασε τρία παιδιά κάτω από τη σελήνη,
τρία χερουβείμ ζωγραφισμένα από τον Μιχαήλ Άγγελο.

Τα έκανε όλα αυτά με τα πόδια της σε διάσταση
τους τρομερούς μήνες στο παρεκκλήσι.
Αν κοιτάξεις επάνω, τα παιδιά είναι εκεί,
ντελικάτα μπαλόνια που στο ταβάνι ξεκουράζονται.

Τα έχει συνοδεύσει στο διάδρομο
μετά το δείπνο, τα κεφάλια τους σκυμμένα,
δύο πόδια διαμαρτύρονται, γόνατο με γόνατο,
το πρόσωπό της ζωντανεύει από ένα τραγούδι και τον
ανάλαφρό τους ύπνο.

Σου δίνω πίσω την καρδιά σου.
Σου δίνω το ελεύθερο -

για το φυτίλι μέσα της που θυμωμένα
αναπηδά μέσα στη λάσπη, για τη σκύλα μέσα της
για να θάψεις την πληγή της,
για να θάψεις τη μικρή κόκκινη πληγή της ζωντανή -

για την αχνή λάμψη που τρεμοσβήνει κάτω από τα πλευρά της,
για τον μεθυσμένο ναυτικό που περιμένει στον αριστερό
σφυγμό της,
για το γόνατο της μάνας, για τις μακριές κάλτσες,
για τις ζαρτιέρες, για το κάλεσμα -

το περίεργο κάλεσμα
όταν θα χώνεσαι σε αγκαλιές και στήθη
και θα τραβάς με βία την πορτοκαλιά κορδέλα
των μαλλιών της
και θα ανταποκρίνεσαι στο κάλεσμα, στο περίεργο
κάλεσμα.

Είναι τόσο γυμνή και μοναδική.
Είναι το άθροισμα του εαυτού σου και των ονείρων σου.
Σκαρφάλωσέ την σαν μνημείο, βήμα προς βήμα.
Εκείνη είναι στέρεη.

Όσο για μένα, εγώ είμαι νερομπογιά.
Φεύγω με το νερό.

****

Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνεται στην ανθολογία "Anne Sexton - Ποιήματα" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa.