Σελίδες

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Ο δήμιος



Λογικό, λογικό, λογικό... περάσαμε από
δέκα οίκους – έτσι τους λένε, οίκους -
ψάχνοντας ένα θάλαμο να δέχονται μωρά
που μοιάζουνε με σένα. Κάθε φορά, τα μάτια αυτά
που δεν ανήκουν σε κανέναν
καρφώνονταν επάνω μας,
αυτοί οι επισκέπτες
από το δρόμο που σαλεύει εκεί έξω.
Κοιτούσαν, ναι, αλλά δεν είχανε ιδέα για το χρόνο
εκεί στον οίκο όπου τα μωρά δε μεγαλώνουνε ποτέ.
Αγόρι μου, αθώος και πράος ο εγκέφαλός σου,
μα απαρχαιωμένος.
Τα πιο καινούρια φάρμακα κι η ταραχή της οικογένειας
πίσω σε τράβηξαν ξανά,
εκείνες τις πολλές φορές που πήγες να πεθάνεις.
Κόντρα στην ένοχη ευχή μου, αέρα πήραν
οι βουλωμένες αρτηρίες σου και έβγαλαν φωνή,
όπως ο Λάζαρος.

Η μάνα σου είπε στην αρχή ... γιατί εγώ! Γιατί σ' εμένα!
Μα το ξεπέρασε. Σήμερα απολαμβάνει
την ανιαρή φροντίδα κάθε μέρας μαζί με τον φρενήρη
ηρωισμό της.
Εσύ δεν αγαπάς κανέναν. Αυτή δε μεγαλώνει ένα παιδί.
Μεγαλώνει μία πέτρα που θα δέσει στο λαιμό της.
Μερικές νύχτες στο κρεβάτι μας, εκείνη ροχαλίζει επάνω μου
με στόμα παγωμένο
κι άλλοτε, όπως γυρνάει και τα φιλιά της αναδύονται απ' τη θάλασσα,
φέρνω στο νου μου ιστορίες κακές
για τέρατα και για ναυάγια.
Φέρνω στο νου μου εκείνη τη σκανδιναβική ιστορία
γι αυτόν το βασιλιά που σκότωσε εννέα γιους του στη σειρά.
Σφαγιάστηκαν στη χονδρική,
μοιράζονταν μονάχα μια ζωή,
όπως εσύ, γιε μου,
τη δική μου.

***

Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνεται στην ανθολογία "Anne Sexton - Ποιήματα" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Η σύζυγος του αγρότη




Απ'της χωριάτικης λαγνείας το χυλό
και τη μικρή ζωή τους στο Ιλινόι
αλλά κι απ' τα χωράφια τους
που 'ναι αγριόχορτα γεμάτα
φαίνεται πως εδώ και δέκα χρόνια
εκείνη είναι η συνήθειά του.
Έτσι κι απόψε αυτός θα πει
“Έλα, γλυκιά μου, πάμε”
κι αυτή δε θα απαντήσει
πως κάτι παραπάνω πρέπει να υπάρχει στη ζωή
απ' τη μικρή, λαμπρή τους γέφυρα
που στο τραχύ και δυνατό κρεβάτι καταλήγει-
απ' το αργό, τυφλό του άγγιγμα
που μοιάζει φως βαρύ, φτιαγμένο απ' το Θεό,
εκείνη την παλιά χειρονομία αγάπης
που πάντα την επιζητεί κι ας την αφήνει μόνη
στο τέλος, αναδομημένη,
με το νου να ξεμακραίνει απ' αυτόν
να ζει με τις δικές της λέξεις τον εαυτό της
και να μισεί τον ίδιο τον ιδρώτα του σπιτιού τους
όταν ξαπλώνουν τελικά σ' όνειρα χωριστά.
Και τότε, πώς τον παρακολουθεί
να παραμένει δυνατός ακόμα κι όταν
άτσαλα κοιμάται, ως συνήθως.
Τα νιάτα της παίρνουνε σβάρνα
το γαμήλιο τους κρεβάτι
κι εκείνη εύχεται
να ήταν ανάπηρος, ή ποιητής,
ή έστω μόνος του ή, κάποιες φορές,
αγάπη μου, καλύτερα, νεκρός.

***
Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνεται στην ανθολογία "Anne Sexton - Ποιήματα" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa.